χωρισμός

χωρισμός
-οῦ + N 2 2-0-0-0-1=3 Lv 12,2; 18,19; 3 Mc 3,4
separation; τοῦ χωρισμοῦ τῆς ἀφέδρου of the menstrual discharge Lv 12,2, cpr. 18,19; χωρισμὸν ἐποίουν ἐπὶ τῷ κατὰ τὰς τροφάς they held themselves apart in the matter of food, they stayed away from certain food 3 Mc 3,4
→LSJ Suppl; LSJ RSuppl

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωρισμός — renewed execution masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμός — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση νεοελλ. 1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων») 2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά 3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού …   Dictionary of Greek

  • χωρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χωρίζω, η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός: Δεν τον αντέχω το χωρισμό από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. 2. διαχωρισμός, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα, προτίμηση. 3. διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρισμοῖς — χωρισμός renewed execution masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοί — χωρισμός renewed execution masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοῦ — χωρισμός renewed execution masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμούς — χωρισμός renewed execution masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῶν — χωρισμός renewed execution masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῷ — χωρισμός renewed execution masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμόν — χωρισμός renewed execution masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”